ἰσάζει

ἰσάζει
ἰσάζω
make equal
pres ind mp 2nd sg
ἰσάζω
make equal
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισαίομαι — ἰσαίομαι (Α) [ίσος] (μτγν. ποιητ. τ. τού ισάζομαι) 1. ομοιάζω 2. γίνομαι ίσος 3. (το ενεργ.) ἰσαίω (κατά τον Ησύχ.) «ἰσοῑ, ἰσάζει» …   Dictionary of Greek

  • ισαστικός — ἰσαστικός, ή, όν (Μ) [ισάζω] (για αγώνα δρόμου) αυτός που ισάζει, που κάνει κάτι ίσο, εξισωτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”